- φιλομουσώ
- -έω, Α [φιλόμουσος]αγαπώ και ασχολούμαι με τις Καλές Τέχνες και, ιδίως, τη μουσική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλομούσῳ — φιλόμουσος loving music masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)